ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
Loading...

Κλείνουν σχολεία σε όλη την Ελλάδα από την υπογεννητικότητα - Μείον 430.000 μαθητές έως το 2050!


Κλείνουν σχολεία σε όλη την Ελλάδα από την υπογεννητικότητα -  Μείον 430.000 μαθητές έως το 2050!

Η υπογεννητικότητα εμφανίζεται ως τεράστια απειλή για τη χώρα μας.
Σύμφωνα με το Έθνος της Κυριακής σε 16 χρόνια θα έχουν εξαφανιστεί 430.000 µαθητές και το 2050 ο πληθυσµός της χώρας θα έχει µειωθεί κατά 3 εκατοµµύρια.

Σύμφωνα με την έκθεση της Βουλής, η Ελλάδα εξελίσσεται σε μια χώρα γερόντων, καθώς τα επόμενα τριάντα χρόνια οι θάνατοι θα είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις.


Η Ελλάδα δεν γνώρισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την «έκρηξη» των γεννήσεων που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη.

Η μεγάλη μείωση των γεννήσεων στα χρόνια της σκληρής κρίσης έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά της στο εκπαιδευτικό σύστημα, καθώς δεκάδες νηπιαγωγεία και δημοτικά κλείνουν κάθε χρόνο.

Σύμφωνα με έρευνα του ΙΟΒΕ, μέχρι το 2035 θα έχουν «εξαφανιστεί» 430.000 μαθητές, το 1/3 όσων φοιτούν σήμερα!

Λόγω έλλειψης μαθητών αποφασίστηκε το κλείσιμο 14 νηπιαγωγείων και 9 δημοτικών σε 19 δήμους της Αττικής, από τη Βούλα και τον Μαραθώνα μέχρι τον Γέρακα και τα Μέγαρα ενώ αντίστοιχες αποφάσεις αφορούν και άλλες περιοχές της Ελλάδας.
Εκτός από το πρόβλημα της υπογεννητικότητας να θυμίσουμε ότι από το 2010 μέχρι σήμερα (εννιά ολόκληρα χρόνια), οι κυβερνήσεις επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα που δημιουργούσε η πολιτική των ελάχιστων έως μηδενικών διορισμών με διάφορα αντιεκπαιδευτικά μέτρα, εκ των οποίων κυρίαρχα ήταν δύο: οι συγχωνεύσεις και το κλείσιμο σχολείων (πάνω από 2.000 σχολεία εξαφανίστηκαν από τον χάρτη την περίοδο 2010–2014), η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα (27-30), η κατάργηση ειδικοτήτων στην Επαγγελματική Εκπαίδευση (με αποτέλεσμα τον εξοστρακισμό περίπου 2.000 καθηγητών τεχνικών μαθημάτων) αφενός και αφετέρου η αύξηση του ωραρίου των καθηγητών και η μετατροπή τους σε εργαζόμενους - λάστιχο.

Κομβικό έτος για το δημογραφικό, σύμφωνα με την ψυχρή γλώσσα των αριθμών, ήταν το 2011. Εκείνη τη χρονιά που μπαίναμε για τα καλά στην κρίση, καταγράφηκε για πρώτη φορά αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων, τουτέστιν τα μωρά που γεννήθηκαν στα μαιευτήρια της χώρας μας ήταν λιγότερα από τα άτομα που απεβίωσαν.

Στις μέρες μας έχουμε φθάσει πλέον στο σημείο οι θάνατοι να είναι ετησίως 36.000 περισσότεροι σε σχέση με τις γεννήσεις. Το 2017 για παράδειγμα, που έχουμε τα τελευταία επικαιροποιημένα στοιχεία ολόκληρου του έτους, καταγράφηκαν 124.501 θάνατοι έναντι 88.553 γεννήσεων, ήτοι διαφορά 35.948 λιγότερων νέων ανθρώπων που έρχονταν στη ζωή σε σχέση με αυτούς που έφευγαν από αυτή. Η τάση αυτή δεν πρόκειται να αναστραφεί τα επόμενα τριάντα χρόνια. Απλώς είναι δυνατόν, εάν οι γεννήσεις σταθεροποιηθούν ή στην ευνοϊκότερη των περιπτώσεων αυξηθούν, το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων θανάτων στη χώρα μας να περιοριστεί.

Μεταναστευτικό ισοζύγιο
Τέλος, ένας παράγοντας που δεν θα πρέπει να αγνοείται είναι η ανάδυση μετά το 2010 ενός νέου κύματος μετανάστευσης. Από τη χώρα μας έφυγαν πρώτιστα εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες αναζητώντας στο εξωτερικό μια καλύτερη τύχη και κυρίως περισσότερες ευκαιρίες στον επαγγελματικό τομέα. Η φυγή αυτή επικεντρώνεται σε νέους αναπαραγωγικής ηλικίας (από 25 μέχρι 45 ετών) και δεν αναμένεται να ανακοπεί σύντομα – εν αντιθέσει με αυτήν των αλλοδαπών που ζούσαν στον τόπο μας και έφυγαν την περίοδο της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης, η ένταση της οποίας βαίνει μειούμενη. Ετσι, το μεταναστευτικό ισοζύγιο της τρέχουσας δεκαετίας που μόλις ολοκληρώνεται είναι αρνητικό, παρ’ όλη την εγκατάσταση στη χώρα μας τα τελευταία έξι χρόνια τμήματος των παρατύπως εισερχόμενων αλλοδαπών.

Τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν

Οι όποιες παρεμβάσεις για την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος που ταλανίζει τη χώρα μας, ή έστω του περιορισμού του, «θα πρέπει», όπως τονίζεται στην έκθεση της σχετικής διακομματικής επιτροπής της Βουλής, «να επικεντρωθούν βασικά στη μετανάστευση και τη γονιμότητα». Ειδικότερα θα πρέπει κατ’ αρχάς να τεθεί ως κεντρικός στόχος η ανακοπή της μετανάστευσης των νέων στο εξωτερικό.

Πρακτικά θα πρέπει να υπάρξουν ταχύτατη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, μείωση της ανεργίας των νέων και αύξηση των αμοιβών. Επίσης κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν μέτρα που θα διευκολύνουν τον επαναπατρισμό τμήματος των νέων Ελλήνων που μετανάστευσαν την τρέχουσα δεκαετία και να υπάρξει μια ενεργή και συνεκτική μεταναστευτική πολιτική.

Στο πλαίσιο της αύξησης των γεννήσεων εντάσσεται επίσης η καταβολή του επιδόματος των 2.000 ευρώ που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση ότι θα δίνεται από την 1η Ιανουαρίου 2020 για κάθε νέο παιδί που θα γεννιέται. Συν τοις άλλοις, αυξάνεται το αφορολόγητο στα 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, ενώ παράλληλα μειώνεται ο ΦΠΑ για τα βρεφικά είδη και τα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου, από το 24% που είναι σήμερα, στο 13%.

Ξεχωριστή περίπτωση
Η Ελλάδα διαφοροποιείται σημαντικά από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ως προς τον αριθμό γεννήσεων λόγω μιας σειράς ιδιοτυπιών που είχε. Για παράδειγμα, δεν γνώρισε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου την «έκρηξη» των γεννήσεων (γνωστή και ως «baby boom»), που σημάδεψε την πλειονότητα των ανεπτυγμένων χωρών του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα η συσχέτιση ανάμεσα στον γάμο και την τεκνογονία είναι ισχυρή.

Ακόμη και σήμερα υπάρχει εν μέρει μια «αρνητική» εικόνα για τα εκτός γάμου παιδιά και την άγαμη μητέρα. Παράλληλα, η ένταση της διάλυσης των έγγαμων συμβιώσεων αν και με ανοδικές τάσεις είναι ακόμη χαμηλή, ενώ η ηλικία αποχώρησης των νέων από την οικογενειακή εστία ήταν και παραμένει από τις υψηλότερες στην Ευρώπη.

Δεν θα πρέπει να αγνοούμε επίσης ότι η μέση ηλικία απόκτησης παιδιών (έφθασε την ηλικία των 31,5 ετών το 2017) είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ενώ η χώρα μας εντάσσεται με βάση τον συγχρονικό δείκτη γονιμότητας στην ομάδα εκείνη των ευρωπαϊκών χωρών (7 στις 28) με τη χαμηλότερη γονιμότητα (1,3-1,4 παιδιά ανά γυναίκα). Το δε ποσοστό των άτεκνων γυναικών αυξάνεται ταχύτατα στις νεότερες γενιές και είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη (μεγαλύτερο του 20%).

Τέλος, ανάμεσα στις «ιδιαιτερότητες» της Ελλάδας θα πρέπει να αναφέρουμε και τη μακρόχρονη και ιδιαίτερα έντονη οικονομική κρίση, χωρίς όμως όπως όλα δείχνουν να είναι αυτός ο βασικός λόγος. Η χαμηλή γονιμότητα έχει ιστορικό βάθος, απλώς με την οικονομική κρίση ενισχύθηκε.