Ένας χρόνος από τη δολοφονία του Petrit Zilfet, που η σημερινή Λευκίμμη «δεν είδε και δεν άκουσε»
Πριν από ακριβώς ένα χρόνο το απόγευμα της 25ης Νοέμβρη 2018, ο Petrit Zilfet, o κύριος Πέτρος, πέφτει νεκρός από το όπλο συγχωριανού μας με τον οποίο είχε νωρίτερα διαπληκτιστεί σε καφενείο της Λευκίμμης, για τον Κατσίφα, τους Έλληνες και τους Αλβανούς.
Για μια ολόκληρη εβδομάδα, ενώ όλοι γνωρίζουν κανείς δεν μιλά και χωρίς αυτή τη μικρή ανακοίνωση μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία, πολιτικά κόμματα, συλλογικότητες, εφημερίδες θα είχαν συνεχίσει να σφυρίζουν αδιάφορα. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο.
Το σημαντικό είναι ότι η δημοσιοποίηση της πραγματικής διάστασης της δολοφονίας, ανάγκασε (?) τη Λευκίμμη να κοιταχτεί (?) στον καθρέφτη και να αντικρίσει τη ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ευθύνη που έχει για τη δολοφονία.
Δεν ήταν η κακιά η ώρα και το τυχαίο. Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι η συνεχιζόμενη λεκτική και συνθηματική βία, θα κατέληγε σε βία κανονική.
Ήταν η τομή που θα πρεπε να ευαισθητοποιήσει ιδιαίτερα τους "ήσυχους δημοκρατικούς πολίτες", τη "σιωπηρή πλειοψηφία", που όταν τους έλεγες ότι στο χωριό μας χύνεται φασιστικό δηλητήριο σε κοιτάγανε με το στόμα ανοιχτό και σου λέγανε είσαι υπερβολικός, δώσε μας μια απόδειξη.
Η τραγική απόδειξη δόθηκε, αλλά η άρνηση παρέμεινε και παραμένει.
Η Λευκίμμη, το χωριό μας, ο τόπος μας, οι ρίζες μας, δεν είναι αυτό που κάποτε ήταν. Η Λευκίμμη δεν είναι πια η Μικρή Μόσχα.
Η σημερινή Λευκίμμη που «δεν είδε και δεν άκουσε»,
δεν είναι η Λευκίμμη των εθελοντών στον Ισπανικό Εμφύλιο, του Μοντή, του Αντώνη και του Χρήστου Καββαδία,
δεν είναι η Λευκίμμη των Ακροναυπλιωτών, του Θοδωρή Παπαγιάννη, του Γιώργη Ψυχαστήρα, του Μπάμπη Κουκουτσάρη, του Οδυσσέα της Μπάμπενας,
δεν είναι η Λευκίμμη του ΕΑΜ και της Αντίστασης, του Στέφανου Γκούση, του Μήτσου Πανδή, του Στέφανου Τζελίνη, του Γιάννη Πατρογιάννη, του Γιάννη Κάμπουλα, του Αλέκου Θιαμέγκου, του Σπύρου Μαρκέτου, του Γιακή, του Κράμπα, του Παπάρα, της Τίνας του Βιόλα
δεν είναι η Λευκίμμη των ΕΛΑΣιτών, του Γιώργη Σουλούκη, του Μπάμπη Άρχοντα
δεν είναι η Λευκίμμη των Μακρονησιωτών, του καπετάν Ζέρη, του Μπαχάλιου, του Τζελεμάνη, του Ντη
δεν είναι η Λευκίμμη των ανταρτών του ΔΣΕ στη μάχη της Μουργκάνας, του Σίμου Κατσανή, του Αρσένη Κάμπουλα, του Γούλα, των Μαριδήδων, των Αντρεούληδων, του Μίλτου Μαρκέτου, του Προκόπη Κάντα, του Γαστρά
δεν είναι η Λευκίμμη των εκτελεσμένων στον Εμφύλιο, του Νάσου Βλάσση, του Θρασύβουλου Βλάσση, του Χριστόφορου Κουκούστα
δεν είναι η Λευκίμμη της ΕΔΑ και του Πολυτεχνείου, δεν είναι η Λευκίμμη του Λαέτου.
Τα παιδιά, τ’ αγκόνια, τ’ ανίψια, οι φίλοι και οι συγγενείς των Αγωνιστών της Λευκίμμης αποκοπήκανε από τις ρίζες, από την ιστορία και από την υποχρέωση να σεβαστούνε τη θυσία των παλιών τους. Γίνανε μηδενιστές, τοπικιστές, αντικουμουνιστές, γεμίσανε μίσος και αγριάδα.
Γίναμε και Γεμίσαμε. Γιατί η ευθύνη μικρότερη ή μεγαλύτερη ανήκει σε όλους μας.
Η σημερινή Λευκίμμη με άλλοθι την ανοιχτή πληγή του ΧΥΤΑ, προσκυνάει τους ξενοδόχους, καθοδηγείται από επιχειρηματίες, καθυβρίζει την Αριστερά, βυσσοδομεί κατά των μεταναστών, των προσφύγων, των ξένων, των αλλόθρησκων, των διαφορετικών, συκοφαντεί τους τσιγγάνους, τους μαύρους, τους Πακιστανούς, βρίζει Αλβανούς ακόμα και όταν δολοφονηθούν.
Η σημερινή Λευκίμμη που δεν έχει νερό να πλυθεί και δρόμο να περπατήσει, λέει γεμίσαμε «λαθρομετανάστες».
Κάτι λάθος, κάτι πολύ λάθος έχει συμβεί στο χωριό μας, και το να κλείνουμε τα αυτιά και τα μάτια δεν βοηθά σε τίποτα.
Θα μου πείτε παντού έτσι είναι. Το ξέρω. Αλλά για τη Λευκίμμη με πονάει περισσότερο.
Σπύρος Κοντομάρης (από το FACEBOOK)
facebook
twitter
google+
fb share