Η εκτέλεση 118 Ελλήνων στο Μονοδέντρι Λακωνίας (26 Νοεμβρίου 1943)
1943. Ενώ το αντάρτικο φουντώνει στην Πελοπόννησο, στις 22 - 23 Οκτώβρη 1943, οι Γερμανοί κατακτητές προχωρούν σε μαζικές συλλήψεις. Στη Σπάρτη και τη γύρω περιοχή συλλαμβάνονται 550 πατριώτες, συνδεδεμένοι άμεσα ή έμμεσα με αντάρτες της περιοχής. Οι 400 μεταφέρονται στις φυλακές της Τρίπολης. Στόχος της ομηρείας η κατατρομοκράτηση του λαού. Μεταξύ τους έμποροι, δικηγόροι, γιατροί, δημόσιοι υπάλληλοι, επιστήμονες.
Στις 25 Νοεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ στήνουν ενέδρα στο Μονοδέντρι και χτυπούν με πολυβόλα φάλαγγα αυτοκινήτων που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες. Εξοντώθηκαν περίπου 30 στρατιώτες (οι αριθμοί ποικίλλουν από μαρτυρία σε μαρτυρία).
Η είδηση έγινε γνωστή και οι κάτοικοι της περιοχής έφυγαν για τα βουνά, αφού πήραν μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Ξημέρωσε η 26η Νοεμβρίου 1943. Μια μέρα που όλοι περίμεναν το ξέσπασμα της γερμανικής οργής.
Κατά το μεσημέρι, ακριβώς στο σημείο της ενέδρας σταμάτησε μια φάλαγγα γερμανικών αυτοκινήτων, η οποία ερχόταν απ' την Τρίπολη και ξεφόρτωσε 118 ομήρους. Ανάμεσά τους εκλεκτά μέλη της κοινωνίας της Σπάρτης και όλα τα μέλη της Επιτροπής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού της Σπάρτης. Ήταν οι όμηροι που είχαν συλληφθεί πριν έναν μήνα.
Τους κατεβάζουν από τα αυτοκίνητα, τους τοποθετούν στο σημείο της ενέδρας και στήνουν δυο πολυβόλα από τις δυο μεριές του δρόμου και άλλα τέσσερα να στοχεύουν τους μελλοθάνατους.
Καθώς τα εκτελεστικά αποσπάσματα παίρνουν τη θέση τους οι 118 όμηροι αντιλαμβανόμενοι την τύχη τους αγκαλιάζονται για τελευταία φορά. Ο δικηγόρος και πολιτικός Γιατράκος στρέφεται στους συντρόφους του και εκφωνεί τον τελευταίο λόγο της ζωής του...
Τη δραματική εκείνη στιγμή η δόξα άγγιζε το πρόσωπο ενός άλλου ήρωα. Αυτό του Χρήστου Καρβούνη. Ο γιατρός Χρήστος Καρβούνης γεννήθηκε στην Αράχοβα Λακωνίας στις 16.07.1903. Σπούδασε γιατρός στη Γερμανία και πήρε την ειδικότητα του χειρουργού. Το 1928 επέστρεψε στη Σπάρτη όπου άνοιξε κλινική. Μεταξύ των ετών 1929 - 1943 έκανε 3.000 χειρουργεία. Στον πόλεμο του 1940 υπηρέτησε στα νοσοκομεία Θεσσαλονίκης και Νάουσας. Κατά την κατοχή ανέπτυξε πατριωτική δράση. Όταν νοσήλευσε έναν Έλληνα αξιωματικό το 1943 οι Ιταλοί τον συνέλαβαν. Απελευθερώθηκε όμως όταν κατέρρευσε το μέτωπο Ιταλίας - Γερμανίας.
Ο Καρβούνης βλέπει ότι ανάμεσα στους 118 ήταν παιδιά ανήλικα, τέσσερα αδέλφια από μια οικογένεια (Τζιβανόπουλοι) και τρία από δύο άλλες (Αλεμαγκίδη και Κεχαγιά).
Με τα άψογα γερμανικά του παρακαλεί τους Γερμανούς να μη σκοτώσουν τα ανήλικα παιδιά. Δεν εισακούγεται.
Πάνω στην ώρα καταφτάνει ένας Γερμανός μοτοσικλετιστής μεταφέροντας το κατεπείγον μήνυμα της γερμανικής διοίκησης Τριπόλεως, σύμφωνα με το οποίο ο γιατρός Καρβούνης, ο οποίος είχε σπουδάσει στη Γερμανία, δεν πρέπει να εκτελεστεί.
Ο Καρβούνης δέχεται με την προϋπόθεση να μην εκτελεσθεί κανένας. Ισχυρίζεται ότι και οι 118 είναι αθώοι και δεν πρέπει να πληρώσουν για ενέργειες άλλων. Οι Γερμανοί αρνούνται. Ο Καρβούνης αντιπροτείνει, αντί να του χαρίσουν τη ζωή, να ελευθερώσουν δύο από τους τέσσερις αδελφούς Τζιβανόπουλου που ήταν όμηροι. Οι Γερμανοί αρνούνται εκ νέου. Τότε ο Καρβούνης ξεσπά και σε άψογα γερμανικά βρίζει τους Γερμανούς:
«Είστε βάρβαροι. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια απ’ τη ζωή μου στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια χαμένα και πεταμένα».
Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός έγινε κατακόκκινος από οργή. Με όλη του τη δύναμη χτύπησε τον Καρβούνη με το κοντάκι του όπλου του στο μπράτσο.
Πυρ φώναξε και οι 118 πατριώτες σωριάστηκαν νεκροί. Ανάμεσά τους ο Χρήστος Καρβούνης με το σπασμένο του μπράτσο και τα τέσσερα αδέρφια Τζιβανόπουλου.
Οι 118 με το αίμα τους έγραψαν για μια ακόμη φορά το θρυλικό επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ω ξειν αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα...».
Την ίδια ημέρα η γερμανική στρατιωτική διοίκηση Πελοποννήσου ανακοινώνει:
«Ως εξιλεαστικόν μέτρον διά την δειλήν και επίβουλον επίθεσιν ανταρτών εις γερμανικήν φάλαγγα αυτοκινήτων εις τον δρόμον Τριπόλεως - Σπάρτης την 25η Νοεμβρίου 1943, εξετελέσθησαν οι κάτωθι...» Ακολουθεί κατάλογος με 100 ονόματα πατριωτών. Στον κατάλογο δεν περιλαμβάνονται άλλοι 18 πατριώτες, που θα προστεθούν αργότερα στον κατάλογο του ολοκαυτώματος.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη μαζική σφαγή στο Μοριά. Θα ακολουθήσουν άλλες εξίσου φοβερές και ακόμη φοβερότερες στην περιοχή και σ' όλη τη χώρα.
Το άγγελμα της εκτέλεσης, ξαφνικό και αναπάντεχο, προκάλεσε τεράστια κατάπληξη και οργή. Δεν είχε ξαναγίνει τέτοιο ομαδικό έγκλημα. Η Σπάρτη ντύθηκε στα μαύρα. Ο πόνος αβάσταχτος ο πόνος.
Σχεδόν κάθε σπίτι θρηνούσε και ένα νεκρό.
Ο λαϊκός θρήνος απ' τον χαμό των παλικαριών θα εκφραστεί με μοιρολόγια:
«Αητός στον ήλιο πέταξε μ' ολόχρυσες φτερούγες
απάνω απ’ τον Ταΰγετο κι απάνω από τη Μάνη.
Τ’ αποβραδίς εκούρνιασε στο δόλιο Μονοδέντρι,
εκεί που πέσαν οι εκατόν δεκαοχτώ λεβέντες.
Βάγια σούρνει στη μύτη του κι αστέρια στα φτερά του,
φωνές και χαιρετίσματα σούρνει στ' ακρόνυχά του:
Πάψτε μάνες τα κλάματα, τι εσείσθη ο απάνω κόσμος...».
Τέσσερις μήνες μετά το ολοκαύτωμα, στις 13 Μαρτίου 1944, αντάρτικες δυνάμεις θα ξαναστήσουν ενέδρα στο Μονοδέντρι. Θα εξολοθρεύσουν φάλαγγα οχτώ γερμανικών αυτοκινήτων με κεραυνοβόλα επίθεση. Τα θύματα υπολογίζονται σε περίπου διακόσια.
Μετά την απελευθέρωση η σφαγή των 118 πατριωτών στο Μονοδέντρι αποτέλεσε μέρος του κατηγορητηρίου της Νυρεμβέργης. Μάλιστα υπήρξε το υπ' αριθμόν 1 στοιχείο του κατηγορητηρίου, με το γενικό σκεπτικό ότι «…τα αντίποινα αποτελούν μέρος προδιαγεγραμμένου σχεδίου προς τρομοκράτησιν...».
ΠΗΓΗ: http://hiropoiito.blogspot.gr
facebook
twitter
google+
fb share