ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
Loading...

Κρίση της απασχόλησης και κοινωνική ασφάλιση



Κρίση της απασχόλησης και κοινωνική ασφάλιση

 ΣAΒΒΑΣ ΡΟΜΠΟΛΗΣ - ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΜΠΕΤΣΗΣ

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου

Ο Βασίλειος Γ. Μπέτσης είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου

Η κρίση της απασχόλησης εστιάζεται, κυρίως, στην αδυναμία δημιουργίας ολοένα και περισσότερων νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης, στην διεύρυνση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης καθώς και στην κρίση ενός προτύπου εργασιακών σχέσεων με πλήρη εργασιακά και κοινωνικο-ασφαλιστικά δικαιώματα.

Παράλληλα, η κρίση του κοινωνικού κράτους και των επιλογών κοινωνικής πολιτικής, εστιάζεται στον μετασχηματισμό του προς την κατεύθυνση του κράτους φιλανθρωπίας και των ελάχιστων δικαιωμάτων και παροχών. Οι θεμελιώδεις αυτές ανατροπές στην απασχόληση και στο κοινωνικό κράτος, που συντελέσθηκαν και εντάθηκαν σε συνθήκες ανταγωνισμού και παγκοσμιοποίησης των οικονομιών, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και τις πρώτες δύο δεκαετίες του 21ου αιώνα, έχουν, όπως προκύπτει διεθνώς εκ του αποτελέσματος, ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αντικατάσταση της συλλογικότητας και της συλλογικής ευθύνης από την εξατομίκευση και ατομική (Uberisation) εργασιακή και κοινωνικο-ασφαλιστική ευθύνη.

Στη στρατηγική αυτή κατεύθυνση που επέλεξαν οι πολυεθνικές και εθνικές επιχειρήσεις, εντάσσονται οι κυβερνητικές ανατροπές του θεσμικού πλαισίου και των ασκούμενων πολιτικών σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Το νεοφιλελεύθερο αυτό εξατομικευμένο πρότυπο οργάνωσης της απασχόλησης, των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού κράτους, λειτουργεί, ουσιαστικά, ως υπεξαίρεση τμήματος του μεριδίου του παραγόμενου πλούτου από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας με την θεσμική συρρίκνωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Έτσι, δημιουργούνται τόσο στην παραγωγική διαδικασία, όσο και στην αναδιανεμητική λειτουργία οι συνθήκες υπονόμευσης της εργασιακής-οικονομικής δημοκρατίας και της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων, σε όφελος της αύξησης της κερδοφορίας, της οικονομικής προσαρμογής και της εξυπηρέτησης του χρέους. Από την άποψη αυτή, το πρότυπο, ιδιαίτερα κατά την τρέχουσα δεκαετία, της « προσαρμογής στην οικονομική κρίση με συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων», έχει ως αποτέλεσμα την ανησυχητική αύξηση της μη σταθερής και ευέλικτης απασχόλησης, την ανασφάλεια της εργασίας- παρά το επιχείρημα των εταιρειών, των διεθνών οργανισμών και των κυβερνήσεων που ασκούν αυτές τις πολιτικές, ότι η ευελιξία της απασχόλησης θα αντισταθμίζεται με περισσότερη ασφάλεια- το χαμηλό επίπεδο των αμοιβών, την ανεπιτυχή ουσιαστική καταπολέμηση της ανεργίας, τη διεύρυνση των ανισοτήτων και γενικότερα τη συρρίκνωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, η βασική επιδίωξη των επιχειρήσεων και των ασκούμενων πολιτικών ήταν και είναι, μέσω αυτών των ανατροπών, να επιτευχθεί η αύξηση του επιπέδου της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας, με λογικές μείωσης του κόστους εργασίας και όχι με λογικές παραγωγικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, δηλαδή, κατά βάση, με αύξηση της ευελιξίας της απασχόλησης, μείωσης των αμοιβών, απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους.

Στην Ελλάδα, η δυσμενής και ευέλικτη πραγματικότητα της αγοράς εργασίας που εντάθηκε , ιδιαίτερα, κατά την διάρκεια των ασκούμενων μνημονιακών πολιτικών, ασκεί σοβαρές πιέσεις τόσο στους ανέργους και ιδιαίτερα τους νέους, να αποδεχθούν ως γέφυρα εισόδου στην αγορά εργασίας την ευέλικτη απασχόληση, η οποία μετεξελίσσεται σε μόνιμης διάρκειας ευέλικτη, χαμηλά αμειβόμενη, αδήλωτη και ανασφάλιστη απασχόληση, που μεταξύ των άλλων, ουσιαστικά αποκρύπτει την πραγματική ανεργία και τις ανισότητες, όσο και ενός μέρους (50%) των ήδη εργαζομένων με πλήρη απασχόληση να αποδέχονται να δηλώνονται με μερική απασχόληση, προκειμένου να αποφύγουν την απόλυση και την ανεργία. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία του ΕΦΚΑ, η μερική απασχόληση στην μισθωτή απασχόληση του ιδιωτικού τομέα από 11,05% το 2002 (σύνολο ασφαλισμένων 1.730.972 άτομα) έφτασε το 29,8% τον Δεκέμβριο του 2018 (σύνολο ασφαλισμένων 2.103.806 άτομα), καταγράφοντας μία αύξηση 18,75 ποσοστιαίων μονάδων ή 267% . Αντίθετα, κατά την ίδια περίοδο 2002-2018 η πλήρης απασχόληση μειώθηκε (21,1%) από 88,95% το 2002 σε 70,2% το 2018. Παράλληλα, από την ανάλυση των στοιχείων διαπιστώνεται η σημαντική επίδραση της μερικής απασχόλησης στις αμοιβές των απασχολούμενων μισθωτών. Έτσι, ο μέσος μισθός της μερικής απασχόλησης από 579 ευρώ μεικτά το 2009 μειώθηκε στα 391 ευρώ μεικτά το 2018, καταγράφοντας μία μείωση της τάξης του 32,5%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μέσος μισθός της μερικής απασχόλησης αντιστοιχούσε το 2009 στο 40,1% του μέσου μισθού της πλήρους απασχόλησης, ενώ το 2018 αντιστοιχούσε στο 33,7% του μέσου μισθού της πλήρους απασχόλησης. Ο μέσος μισθός της πλήρους απασχόλησης από 1.443 ευρώ μεικτά το 2009 μειώθηκε στα 1.160 ευρώ μεικτά το 2018, καταγράφοντας μία μείωση της τάξης του 19,7%, γεγονός που αναδεικνύει ότι κατά την μνημονιακή περίοδο 2009-2018 οι αμοιβές των μερικώς απασχολούμενων υπέστησαν μεγαλύτερες μειώσεις από αυτές των πλήρως απασχολούμενων.

Συμπερασματικά, από την επεξεργασία των συγκεκριμένων στατιστικών στοιχείων του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι κατά την μνημονιακή περίοδο 2009-2018, η μείωση του αριθμού των πλήρως απασχολουμένων, η αύξηση του αριθμού των μερικώς απασχολουμένων και η συντελούμενη μείωση των αμοιβών της πλήρους και της μερικής απασχόλησης, έχουν ως αποτέλεσμα μία ετήσια μείωση των εσόδων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΣΚΑ) κατά 1,3 δις ευρώ (16% των συνολικών εσόδων του ΣΚΑ από εισφορές). Όμως, λαμβάνοντας υπόψη τα συγκεκριμένα στοιχεία για τις ευέλικτες μορφές εργασίας την περίοδο 2009-2018 και θεωρώντας ότι την περίοδο 2019-2050 η ευελιξία της απασχόλησης στην Ελλάδα θα διπλασιαστεί, λόγω των προωθούμενων πολιτικών γενικευμένης ευελιξίας της εργασίας (gig economy), εκτιμήθηκε ότι την περίοδο 2019-2050 θα χαθούν συνολικά από το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας 85 δις ευρώ περίπου (1,12% του ΑΕΠ ετησίως). παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η ουσιαστική αντιμετώπιση της κρίσης της απασχόλησης στην χώρα μας αλλά και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αρκεί να περιορίζεται μονομερώς στην ποσότητα των δημιουργούμενων νέων θέσεων εργασίας.

Επιβάλλεται με τον πιο άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο να αναφέρεται και στην ποιότητα των δημιουργούμενων νέων θέσεων εργασίας, δηλαδή στην αύξηση της πλήρους απασχόλησης, στην μείωση της ευέλικτης μορφής απασχόλησης (μερική, εκ περιτροπής απασχόληση, κ.λ.π.) καθώς και στην αποκατάσταση του επιπέδου των αμοιβών τους. Διαφορετικά, η παράταση της κρίσης της απασχόλησης ( ευελιξία, ανασφάλεια, χαμηλό επίπεδο αμοιβών, κ.λ.π.) στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα συνεχίσει, όπως αποδεικνύεται από την έρευνα, να αποτελεί σοβαρή απειλή για την αναπτυξιακή και κοινωνική τους δυναμική.

ΠΗΓΗ: topontiki.gr