Από τα Γιαννιτσά στις Αργυράδες η νηπιαγωγός – συγγραφέας Ροζαλία Ελευθεριάδου: «Ταξίδι στον Παράδεισο»
«Ταξίδι
στον Παράδεισο», ονομάζεται το βιβλίο που έγραψε η Ροζαλία Ελευθεριάδου, η
οποία κατάγεται από τα Γιαννιτσά, αλλά ζει μόνιμα στην Κέρκυρα! Η Ροζαλία Ελευθεριάδου μάλιστα δραστηριοποιείται και στον χώρο του πολιτισμού. «Ένα συγκινητικό ιστορικό διήγημα μόλις 20
σελίδων, που ταξιδεύει σε τόπους μακρινούς, αλλά ταυτόχρονα και τόσο κοντινούς
στην καρδιά μας», είναι η γενική περιγραφή του «Ταξιδιού στον Παράδεισο», που
μετέφερε στο χαρτί από την έμπνευση της.
Το
1977 στη Θεσσαλονίκη γεννήθηκε η Ροζαλία Ελευθεριάδου, Πόντια και από τους δύο
γονείς της που είδαν το φως στην περιοχή των Γιαννιτσών. Όταν ήταν στη Β΄
Δημοτικού η Ροζαλία ξεκίνησε την ενασχόλησή της με τη μουσική, μαθαίνοντας
κιθάρα και φθάνοντας τελικά να πάρει πτυχίο ανωτέρων θεωρητικών στην ευρωπαϊκή
μουσική. Στα 20 εισήλθε στο τμήμα Παιδαγωγικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης επιλέγοντας την ειδικότητα του μουσικοπαιδαγωγού. Εκεί ξεκίνησε
την ενασχόλησή της με τα κρουστά, πήρε δίπλωμα βυζαντινής μουσικής αλλά τελικά
την κέρδισε το παραδοσιακό τραγούδι.
Αστείρευτο
πάθος βγαίνει σαν χείμαρρος από την ψυχή της και χρωματίζει τη φωνή της, και τα
μάτια της σπινθηροβολούν όταν μιλά για την παράδοση και την ελληνική
παραδοσιακή μουσική. Είναι αυτά που λατρεύει στη ζωή της, αφού τα σπούδασε για
πολλά χρόνια σε ωδεία και στο πανεπιστήμιο, και σήμερα εξακολουθεί να αφιερώνει
σ’ αυτά πολλές ώρες από την καθημερινότητά της.
Αυτή
τη χρονιά είναι στο Νηπιαγωγείο Αργυράδων. Παράλληλα με τη δουλειά της, αυτήν
της νηπιαγωγού (η ειδικότητά της είναι μουσικοπαιδαγωγός), η Ροζαλία
Ελευθεριάδου διδάσκει παραδοσιακά ελληνικά κρουστά.
Η ραδιοφωνική παραγωγός και φιλόλογος .Βίκυς Χατζηκυριάκου για “Ταξίδι στον Παράδεισο”
Πριν
πάρω στα χέρια μου το βιβλίο, προτού μάθω τον τίτλο, η Ροζαλία μου
μίλησε γι’ αυτό με δυο κουβέντες, κυριολεκτικά: «Δεν είναι ένα βιβλίο για τα
παλιά» μου είπε. «Είναι ένα βιβλίο για σήμερα. Τι κάνουμε σήμερα. Εμείς».
Τα λόγια της με προβλημάτισαν. Τι εννοεί; Να αφήσουμε το παρελθόν μας; Πώς
μπορεί να λέει κάτι τέτοιο αυτή που είναι ποντιακής καταγωγής. Βιάστηκα να
βγάλω συμπεράσματα.
Όλα
άρχισαν να ξεδιαλύνουν όταν πήρα το βιβλίο και το ξεφύλλισα. Λίγες σελίδες,
πέντε ασπρόμαυρες φωτογραφίες ,γκρίζα νέφη στο εξώφυλλο. Ανάμνηση, σκέφτηκα.
Ίσως νοσταλγία. Μήπως ένα ξεθωριασμένο όνειρο, σαν αυτό που αφήνουν οι σκόρπιες
αναμνήσεις των παππούδων όταν λένε ιστορίες στα μικρά παιδιά , τα οποία
προσπαθούν να καταλάβουν τα λόγια και τα δάκρυα, ανάμεσα σε
ξεχασμένους στίχους τραγουδιών. Καθώς πασχίζουν να ξεχωρίσουν το παραμύθι από
την πραγματικότητα.
Ναι,
το καταλαβαίνεις αμέσως μόλις ξεκινήσεις το διάβασμα ότι η συγγραφέας
είναι μουσικός. Ξεκάθαρη, απέριττη, ξεχειλίζει από συναισθήματα που δεν
χρειάζονται πολλά λόγια για να εκφραστούν. Αφήνει μισοτελειωμένες τις
περιγραφές των τόπων, των ανθρώπων, των συναισθημάτων. Και αυτό που δεν
τελειώνει ο λόγος , το ολοκληρώνει ο στεναγμός.
Το
ταξίδι της ξεκινάει από την Θεσσαλονίκη και η Ιθάκη είναι ένα χωριό
που κανείς δεν γνωρίζει. Που κανένας χάρτης δεν το έχει και το όνομά του έχει
χρόνια να ακουστεί. Δεν ξέρει καν αν το προφέρει σωστά. Ξέρει όμως πώς θα το
βρει. Άλλωστε το χρωστά σ’ εκείνους, όλους, που δεν υπάρχουν πια.
Ξεκινά
μια αναζήτηση που στηρίζεται στο ένστικτο και στην εμπιστοσύνη του ανθρώπου σε
ανθρώπους άγνωρους και τόπους σχεδόν μυστικιστικά οικείους. Πόσο μοιάζει
το ταξίδι αυτό μ’ εκείνο του πρώτου ταξιδευτή, του Οδυσσέα, που ποθεί το
« Νόστιμον ήμαρ». Είναι και για τη Ροζαλία του γυρισμού η μέρα που ζητά και το
ξέρει.
Το
όνομα του χωριού αναφέρεται μόνο στην αρχή. Μετά σχεδόν ξεχνιέται. Ίσως
δεν χρειάζεται. Αυτό που στην πραγματικότητα αναζητά η ταξιδιώτισσα είναι κάτι
άλλο. Είναι να γεμίσει τα κενά. Τα κενά της ψυχής και τα κενά της μνήμης.
Και ήταν αυτό που την έκανε να αναζητήσει και να μάθει μουσική. Ήταν αυτό που
την έκανε να δακρύζει κάθε φορά που χτυπούσε ρυθμικά το νταούλι παίζοντας
τραγούδια παλιά, νοσταλγικά, ποτέ ξεχασμένα.
Το
χωριό του πρόγονου, η υποδοχή των κατοίκων, ακόμη και η εξαγνιστική βροχή, την
οδήγησαν στην κάθαρση, όπως το τέλος μιας τραγωδίας. Μήπως, για τραγωδία δεν
πρόκειται; Υπάρχει όμως πάντα το «τώρα». Κι αυτό έχει ανθρώπους που αναζητούν
και ανθρώπους που υπάρχουν και ζουν και θέλουν να καταλάβουν. Γιατί
ο επισκέπτης κλαίει και δεν κρυώνει, γιατί δεν τον πειράζει η βροχή και η
λάσπη που του λερώνει τα παπούτσια.
Διάβασα
και ξαναδιάβασα το «Ταξίδι στον Παράδεισο». Μικρό καθώς είναι μπορούσα εύκολα
να το ξαναδώ. Μα , κάθε φορά που το διάβαζα το βιβλίο γινόταν δυσκολότερο. Ενώ
ξεκινά ως αφήγηση ενός ταξιδιού, από αυτά που πολλοί απόγονοι προσφύγων έκαναν,
ή ονειρεύτηκαν να κάνουν, όσο προχωρά προς την ολοκλήρωσή του γίνεται ποίημα
. Ακόμη και η μορφή του λόγου θυμίζει στίχο και το διάβασμά του σου φέρνει
στο αφτί μια μελωδία τόσο γνώριμη , που ο απόηχός του υπάρχει και μετά το τέλος
του βιβλίου.
Η
δυσκολία του δεν βρίσκεται ούτε στη μορφή, ούτε στο λόγο. Βρίσκεται σ’ αυτή τη
λεπτή χορδή του ευαισθητοποιημένου αναγνώστη, που αγγίζει και την κάνει να πάλλεται
γλυκά, καθώς αφήνεται στη δική του δίνη των αναμνήσεων.
Καθένας
από μας διαβάζοντας το βιβλίο αυτό πραγματοποιεί το δικό του ταξίδι του
γυρισμού. Το χωριό που η Ροζαλία αναζητά μπορεί να είναι ένα από τα εκατοντάδες
χαμένα, καμένα, εγκαταλελειμμένα και ξαναγεννημένα χωριά των δικών μας
προγόνων. Το σεργιάνι της στα δρομάκια του είναι το σεργιάνι του καθενός
μας, στον τόπο που κάποτε υπήρξε πατρίδα. Τα αγέρωχα αρχοντικά, η πεσμένη
εκκλησιά, τα ταφία… Εικόνες τόσο γνώριμες που λες ,τις έχεις ζήσει κι εσύ, μ’
έναν τρόπο. Κι έπειτα, το λασπωμένο χώμα στη φούχτα της , νομίζεις πως το
αγγίζεις και σού ‘ ρχεται να σκύψεις , να το φιλήσεις , ευλαβικά.
Είναι
και μια περιδιάβαση σε μονοπάτια της ιστορίας. Της ιστορίας που έμεινε
άγραφη και ξεχασμένη για χρόνια. Κι εκεί που νομίζεις ότι η λησμονιά
έκανε τη δουλειά της, έρχεται η γλώσσα , με τις ρίζες τις προαιώνιες ,τα
ποντιακά, να θυμίσει ότι ο σπόρος που σπάρθηκε στα μέρη αυτά , δεν ξεριζώνεται
με σφαγές, εξισλαμισμούς και προσφυγιά.
Μην
αναζητήσετε σ’ αυτό το βιβλίο, ήρωες και ηρωίδες . Δε θα βρείτε πλοκή και
δράση. Το τέλος το γνωρίζουμε όλοι από πριν , μα το ταξίδι έχει τη
μεγαλύτερη αξία. Διαβάστε το βιβλίο, όχι μία , αλλά πολλές φορές και θα σας
εκπλήξει. Μέσα σ’ αυτό το προσωπικό ταξίδι γυρισμού μια νέας πόντιας, θα βρείτε
τον εαυτό σας. «Διότι ο εαυτός σας είναι μια απέραντη και απροσμέτρητη θάλασσα»
λέει ο ποιητής και συνεχίζει «Μη λέτε: ανακάλυψα το δρόμο της ψυχής.
Πείτε μάλλον : Είδα την ψυχή να βαδίζει στον δικό μου δρόμο. Διότι η ψυχή βαδίζει
σε όλους τους δρόμους».
Θα
ανακαλύψετε πτυχές του εαυτού σας κρυμμένες καλά. Στην αχρονική περιπλάνησή σας
αφεθείτε στη μέθη που φέρνει η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος. Μυρωδιά από χόρτο
, λεπτοκάρυα και μούχλα σε αγιασμένες πέτρες.
Γιατί,
όπως λέει κι ο ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν «Το άχρονο που έχετε μέσα σας κατανοεί
την αιωνιότητα της ζωής. Και γνωρίζει ότι το χθες δεν είναι παρά η
ανάμνηση το αύριο και το αύριο δεν είναι παρά το όνειρο του σήμερα».
Και,
τότε, θα βρεθείτε κι εσείς στις προγονικές εστίες , θα καταλαγιάσει ο πόνος ,
θα γιάνει η ψυχή. Η μετάσταση θα πραγματοποιηθεί και θα ξυπνήσει
επιθυμίες για αναζήτηση . Ίσως , μετά από αυτό , ξεκινήσουμε όλοι εμείς το δικό
μας ταξίδι στον παράδεισο. Έναν παράδεισο που δεν θα μοιάζει με την Εδέμ που διδαχτήκαμε,
ούτε αυτή που μας περιγράψανε οι πρόγονοι. Έναν παράδεισο γκριζωπό, μετά από
έναν ταξίδι επώδυνο που ,όμως, θα είναι ικανός να μας κάνει να αναφωνήσουμε
αυτό που η Ροζαλία αναφωνεί στο τέλος : Αξίωσέ με Θεέ μου να με θάψουν
εκεί….
Βίκυ Χατζηκυριάκου, φιλόλογος, ραδιοφωνική παραγωγός.
facebook
twitter
google+
fb share