ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
Loading...

Σαν σήμερα το 1859 γεννήθηκε ο Κωστής Παλαμάς



Κωστής Παλαμάς
1859 – 1943

    
Έλληνας ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, από τις σπουδαιότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του νέου Ελληνισμού. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής», η οποία συσπείρωνε νέους ποιητές που αντιδρούσαν στις υπερβολές του αθηναϊκού ρομαντισμού και ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση της δημοτικής στον ποιητικό λόγο. Στο ποιητικό του έργο, που ξεπερνά τις είκοσι συλλογές, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό και αντικείμενο αγάπης, η πορεία του ελληνικού έθνους μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης και το πνεύμα της οικουμενικότητας του ελληνικού πολιτισμού.

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στην Πάτρα στις 13 Ιανουαρίου του 1859 και καταγόταν από παλαιά μεσολογγίτικη οικογένεια, που είχε να επιδείξει εθνικούς αγωνιστές και πνευματικούς δημιουργούς. Σε ηλικία επτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και μητέρα και πήγε να ζήσει στο Μεσολόγγι με τον θείο του Δημήτριο Παλαμά. Στο Μεσολόγγι, που τόσο αγάπησε και τραγούδησε νοσταλγικά, έζησε έως το 1875, οπότε έφυγε για την Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Δεν άργησε να καταλάβει, πως η πραγματική του κλίση ήταν η ποίηση και εγκαταλείποντας τις σπουδές του αφοσιώθηκε ολόψυχα στην τέχνη του λόγου και ιδιαίτερα του ποιητικού. Άλλωστε, από τα εννιά του χρόνια έγραφε στίχους και διάβαζε Έλληνες και ξένους ποιητές.

Στις 27 Δεκεμβρίου του 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, τον Λέανδρο (1891-1958), τη Ναυσικά και τον Άλκη. Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε γραμματέας του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε ένδειξη τιμής για το ποιητικό του έργο. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού (Εστία, Άστυ, Ακρόπολις), επαίνεσαν ζωηρότατα την απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας, Ανδρέα Παναγιωτόπουλου, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή. Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Αλκιβιάδης Κρασσάς, του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα του διαπρεπούς αστικολόγου της εποχής εκείνης διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.

Τον ίδιο χρόνο με τον διορισμό του εκδίδει τη συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, που αποτελεί σταθμό στο έργο του. Στο μικρό αυτό βιβλίο, ο ποιητής δείχνει πιο ώριμος, έχει προσωπικό τόνο, δίνει λιτά και επιγραμματικά τις συγκινήσεις που του χαρίζει ο κόσμος της ιστορίας και της ζωής, όπως επισημαίνει η ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη. Ο θάνατος του μικρού παιδιού του, του Άλκη, συντρίβει την πατρική του καρδιά, που ζητά τη λύτρωση στην ποίηση. Γράφει τότε τον Τάφο (1898), «τα λυρικά αυτά δάκρυα, που αποκρυσταλλώθηκαν σε σταλακτίτες», όπως γράφει ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα (προσωρινή απομάκρυνσή του από το πανεπιστήμιο). Αξιοσημείωτη ήταν η στάση του στα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά.

Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.

Η συνεισφορά του Κωστή Παλαμά στα ελληνικά γράμματα υπήρξε τεράστια. Ανανέωσε σημαντικά την ποιητική μορφή, αξιοποιώντας στο έπακρο τις δυνατότητες της λογοτεχνικής μας παράδοσης, από τον Όμηρο και τον Ρωμανό τον Μελωδό, ως τον Κάλβο, τον οποίο καθιέρωσε, και το δημοτικό μας τραγούδι. Παράλληλα, έκανε ένα τεράστιο λογοτεχνικό άνοιγμα προς τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, μπολιάζοντας την ποίησή του με τα σύγχρονα ρεύματα του Παρνασσισμού, του Συμβολισμού και του Ρεαλισμού. Με αγνό πανανθρώπινο ιδεαλισμό και πηγαία λυρική πνοή, ο Παλαμάς δημιούργησε μια ολόκληρη εποχή κι έγινε δάσκαλος στις νεώτερες γενιές. Δίκαια, λοιπόν, θεωρείται, ύστερα από τον Διονύσιο Σολωμό, ο δεύτερος εθνικός μας ποιητής.

Ένας προοδευτικός διανοούμενος

Στην αργατιά, στη χωριατιά, το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι, ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη.
Χειμώνας άγριος – κι η φωτιά, καλοκαιριά στην κάμαρά μου.
Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου.

Κωστής Παλαμάς
Από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου

Ο Κ. Παλαμάς οραματιζόταν μια ελεύθερη, δίκαιη και ισότιμη κοινωνία και το έργο του «Δωδεκάλογος του Γύφτου», δίνει μια καθαρή εικόνα για τα πιστεύω του.

Ας δούμε τι γράφει για το αριστούργημα αυτό του ποιητή ο Νίκος Ζαχαριάδης παραθέτοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ο αληθινός Παλαμάς» που έγραψε ο πρώην γ.γ. του ΚΚΕ όταν ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Κέρκυρας τον Γενάρη –Μάρτη του 1937. (Κυκλοφόρησε τον Απρίλη του 1953 από το εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ «Νέα Ελλάδα»)

Στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» καθρεπτίζεται όλη η αγανάχτηση και το ξεσήκωμα του ποιητή ενάντια στην εθνικιστική αρχαιοκαπηλεία και τη βυζαντινή αποτελμάτωση, ενάντια στους πατριδέμπορους αφανιστές, που στο όνομα της «λατρείας» και της συνέχισης των αρχαίων και βυζαντινών ξεπουλούσαν και κατάστρεφαν το έθνος. Μα ο ποιητής δε σταματά εδώ. Γκρεμίζοντας τα είδωλα και μαστιγώνοντας αλύπητα τους τυμβωρύχους σαλπίζει ένα καινούργιο, όχι εθνικιστικό μα λαϊκό, ξεσήκωμα για κάτι το καινούργιο και το άφταστο, που ξεπερνά ακόμα και τα τοπικά σύνορα και ανυψώνεται σε κάτι το πιο γενικό, σε κάτι το καθολικό, το διεθνιστικό. Και δεν είναι μονάχα αυτό.

Ο ποιητής, όσο φυσικά του το επέτρεπαν οι κοινωνικές συνθήκες και το νεοελληνικά-ξετύλιγμα στα τέλη του περασμένου αιώνα, έψαξε να βρεί τις καινούργιες κοινωνικές δυνάμεις, ένα άλλο πρωτοποριακό ανθρώπινο υλικό, για να χτίσει μ' αυτό το καινούριο οικοδόμημα, που οραματίστηκε στο πονεμένο και ξυπνημένο απ' τον εξευτελισμό μυαλό του.

 Η λυρική σκέψη στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» δε στέκεται ήσυχη• περπατάει παραδέρνοντας και παίρνει τρόπους διαφορετικούς και πάει από της πικρής άρνησης τα πειράγματα και τα μοιρολόγια, στα θριαμβευτικά σαλπίσματα της πίστης κι από την αμφιβολία και το μηδενισμό, στο διαλάλημα της ενέργειας, της προκοπής, της αντρίκιας αγάπης, της πεποίθησης προς το ωραίο, κάτι που μέλλεται• «ο ήρωας μου χαλαστής και πλάστης, με την αράδα»…

Ο Παλαμάς δε λιβανίζει, μα χτυπά αμείλιχτα τους κάθε λογής εκμεταλλευτές πατριδέμπορους και όλο το οικοδόμημα τους και δείχνει στο έθνος έναν καινούργιο δρόμο.

  Εάν μελετήσουμε προσεκτικά το έργο του Κ. Παλαμά, θα διαπιστώσαμε αμέσως πως ο ποιητής μέσα σ' αυτό το πνευματικό, πολιτικό, κοινωνικό χάος προσπαθεί να θεμελιώσει και να πυργώσει μιαν ανώτερη Ελλάδα, γεμάτη αξιοπρέπεια και δύναμη, ελεύθερη από κάθε είδους σκλαβιά, στηριγμένη πάνω στη δική της αξία και ομορφιά. Η διάθεση του αυτή έντονα φαίνεται από το ποιητικό του έργο.

«Χτίστης και οικοδόμος έγειρα το λαχανιασμένο στήθος. Τ' άχαρο κουφάρι σκέβρωσα, για να υψώσω μια κολώνα...».

Κι αλλού:

«Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατ' είμαι εγώ κι ο χτίστης.
Ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα λάμπει ενός πόθου αστέρι...»        
Ο Κωστής Παλαμάς και οι ύμνοι του προς τη Γυναίκα!..

 «Ώ Πηνελόπη, αγρύπνησα, ‘τί μου είχες γίνει ταίρι, / τη νύχτα ενός εξάμετρου μάς φώτιζε τ’ αστέρι, / γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία! / Όσο δεν είταν τρομερό το τόξο σου, Oδυσσέα!»  (Από το «K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω», Eρμής 2001)
;

Οι ύμνοι του Παλαμά για τη Γυναίκα!..
Για το «Αιώνιο Θηλυκό», τη Γυναίκα, και μάλιστα για την Ελληνίδα Γυναίκα, ο Κωστής Παλαμάς έχει αφιερώσει εκατοντάδες στίχους και δεκάδες στροφές. Θα σταχυολογήσουμε, σαν πρώτη δόση, ορισμένους εξ αυτών και θα λέγαμε ν’ αρχίσουμε με ένα ποίημα που φέρει τον τίτλο: «Ύμνος των Αιώνων», όπου στο πρόσωπο της Ελληνίδας προσωποποιείται η ίδια η Ελλάδα μας. Διαβάζουμε:
Ύμνος των Αιώνων
Mητέρα μας πολύπαθη, ω αθάνατη,
δεν είναι μόνο σου στολίδι οι Παρθενώνες·
του συντριμμού σου τα σπαθιά στα κάμανε
φυλαχτά και στεφάνια σου οι αιώνες.
Kαι οι πέτρες που τις έστησε στο χώμα σου
το νικηφόρο χέρι του Pωμαίου,
κ’ η σταυροθόλωτη εκκλησιά από το Bυζάντιο,
στον τόπο του πολύστυλου ναού του αρχαίου,
Kι αυτό το κάστρο που μουγγρίζει μέσα του
της Bενετιάς ακόμη το λιοντάρι,
κι ο μιναρές που στέκει, της ολόμαυρης
και της πικρότατης σκλαβιάς απομεινάρι,
Kαι του Σλάβου το διάβα αντιλαλούμενο
στ’ όνομα που μας έρχεται στο στόμα
-με το γάλα της μάννας που βυζάξαμε-
σαν ξένη ανθοβολιά στο ντόπιο χώμα,
Όλα ένα νύφης φόρεμα σου υφαίνουνε,
σου πρέπουνε, ω βασίλισσα, σα στέμμα,
στην ομορφάδα σου ομορφιά απιθώσανε
κ’ είναι σα σπλάχνα απ’ το δικό σου το αίμα.
Ω τίμια φυλαχτά, στολίδια αταίριαστα,
ω διαβατάρικα, από σας πλάθετ’ αιώνια,
κόσμος από παλιά κοσμοσυντρίμματα,
η νέα τρανή Πατρίδα η παναρμόνια! (1)
«Tο Διαμαντένιο του Όρθρου μου…» είναι άλλο ένα ποίημα, που μιλάει για την αγάπη προς τη γυναίκα. Ας το διαβάσουμε:
Tο διαμαντένιο του όρθρου μου πετράδι!
―Σ’ αγαπώ με το πάθος που δεν ξέρει
παρά εσένα ουρανό κ’ εσένανε άδη,
με το πάθος τυφλό του σφιχτοχέρη.
Σ’ αγαπώ με τον ήλιο, με το αστέρι
που ολογλυκαίνει το πικρό αχνό βράδι,
και με του Γεναριού το καλοκαίρι,
μ’ εσάς της μυγδαλιάς ολόανθοι κλάδοι.
Σ’ αγαπώ με της άνοιξης τ’ αηδόνια,
με τα ξερά τα φύλλα που χρυσάφι
στρώνουν ταπί στ’ Άγιου Aντρεός το μήνα.
Σ’ αγαπώ με της θλίψης τα τρηδόνια
και με της αναγάλλιασης τα κρίνα.
M’ όσα οι κούνιες κρατάν και μ’ όσα οι τάφοι.(2)
 «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», αυτό το μεγάλο ποιητικό Έπος του Κωστή Παλαμά, έχει πολλά στοιχεία που εξυμνούν την γυναίκα. Ο ποιητής μας την θέλει και αυτή να βαδίζει αιώνια πάνω στο φλοιό της γης για να βρει το αιώνιο φως της γνώσης!..
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου»
Στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, αυτό το Έπος του Κωστή Παλαμά, η γυναίκα έχει το δικό της ρόλο. Ας διαβάσουμε ορισμένους στίχους!
«Περδικόστηθη Tσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής!
Στα μεστά στα νικηφόρα
στήθια σου ηύρα μοναχά
της γυναίκας την απάτη
και της σάρκας τη σκλαβιά,
κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη
κι έν’ αρρωστημένο φως
και το λίγωμα που λιώνει
το κορμί του καθενός.
Μέσα μου κι αν να σαλεύει
άκουα κάτι σα φτερό,
με τ’ αντρίκεια σου τα χέρια
σύντριψες και το φτερό.
Ω που αγνάντια και μακριά μου
τα μεσάνυχτα μιλείς
προς τ’ αστέρια, προς τα πάντα
γλώσσα προσταγής.
Κι όντας μες στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλείς με ερωτική,
ω γυναίκα, εσύ, σαν όλες,
ψεύτρα, σκλάβα! Ποια είσ’ εσύ;…»
…………………………………..
«Ξένος έμεινα κι ασκλάβωτος
από σέβας, δέηση, τάμα·
είμ’ εγώ των άθεων ο προφήτης
κι η ζωή μου είναι το θάμα·
και μονάχα μιά φορά στην Πόλη μέσα
μ’ άγγιξε ιερή κι εμέ λαχτάρα·
και μου τήνε φύσηξες εσύ,
γύφτισσα γυναίκα ξεμαλλιάρα,
και το τρέξιμο σου το τρελό
μες στα τρίστρατα και μέσα στα καντούνια·
πίσω σου ούρλιασμα σκυλιών,
γύρω σου παιδιών πετροβολήματα,
κι όχλος και σου χτύπαε τα κουδούνια·
ποιά στιγμή να σ’ έσπειρε βλαστήμιας,
ποιάς οργής βάσταξ’ εσένα μήτρα,
σκύβαλο του κόσμου κι αποκόμματο,
πού είσαι η Σίβυλλα, απαρνήτρα;
Κι έκραζες βραχνά, – το κράξιμό σου
δεν μπορώ να τ’ απολησμονήσω,-
κι έκραζες: «Φωτιά! να κάψω την Παράδεισο!»
κι έκραζες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω!»
………………………………………………..
«Κι ήρθανε κι οι καλαθοπλέχτες,
να κι οι αλογοπραματευτάδες·
πεταλωτήδες, ξυλοκόποι,
γύφτοι ξωμάχοι και σκαφτιάδες,
γύφτοι άνεργοι και δουλευτάδες,
κι όσοι θερίζουν το χρυσάφι,
και που ποτέ δεν το ποθήσαν,
κι όσοι αγναντεύουνε των άλλων
τα χαροκόπια και τις έγνοιες
και τα φιλιά και τις αμάχες,
και τον ιδρό του φαμελίτη
και τη ντροπή που της γυναίκας
τα δροσομάγουλα πυρώνει,
και τον καπνό που από το τζάκι
το σπιτικό γλιστράει και φεύγει,
την αρχοντιά, τη φτώχεια και όλα·
και τίποτε δεν τους ξαφνίζει,
κι όλα σαν όνειρα τα βλέπουν,
και κάθε νύχτα στα τσαντήρια,
γυρνούν, κι ειν’ ίδιοι, πάντα είν’ ίδιοι.
Κι ήρθαν κι οι γύφτοι που δουλεύουν
το χάλκωμα και το καλάγι,
κι οι ατσίγγανοι οι καλοτεχνίτες,
κι οι γύφτοι οι σφυροκόποι νά τους!
με τα πανάρχαια σύνεργά τους,
με τα διπλά τους φυσητήρια,
γύφτοι χαλκιάδες με τα σύνεργα
τα χίλια μύρια,
ξεσκαλιστάδες της φωτιάς,
κρατώντας την πάντ’ αναμμένη
και σα να παίρνουν από κείνη
πάντα όση δύναμη τους μένει…»

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Από τα Άπαντα, E΄, Mπίρης χ.χ.
Από το K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001
Από το K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001
Από το K’ έχω από σας μια δόξα να ζητήσω, Eρμής 2001

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ
Εμείς οι εργάτες…
Η Ελιά
Ο Διγενής και ο Χάροντας
Οι λύκοι
Ολυμπιακός Ύμνος
Παύλος Μελάς
Στη νεολαία μας

Το τραγούδι του τρελλού

ΠΗΓΗ: Πληροφορίες από: sansimera.gr, http://tsak-giorgis.blogspot.gr/, kopanakinews.wordpress.com

To www.argyrades.gr σας προτείνει τα παρακάτω ΒΙΝΤΕΟ